Σατυρικόν

Σατυρικόν
Σατυρικός
suiting a Satyr
masc acc sg
Σατυρικός
suiting a Satyr
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σατυρικόν — σατυρικός suiting a Satyr masc acc sg σατυρικός suiting a Satyr neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Сатирическая драма — (δράμα σατυρικόν, σάτυροι) или иначе игривая трагедия (παιζουσα τραγωδια, Dion. de elocut. 169) y древних греков особый вид драматической поэзии, существовавший наряду с трагедией и комедией. Из С. драмы, по свидетельству Аристотеля, развилась… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ХЕРИЯ —    • Choerĭlus,          Χοιρίλος,        1. один из древнейших аттических трагиков, упоминается уже ок. 64 ол. (524 г.) как соперник Пратина, Фриниха и Эсхила, но, кажется, мало или даже вовсе не возвышался над сатирической драмой (δρα̃μα… …   Реальный словарь классических древностей

  • Сатировская драма — на ойнохое Сатировская драма (др. греч. δράμα σατυρικόν, σάτυροι) или иначе игривая трагедия (παιζουσα τραγωδια, Dion. de elocut. 169)  y древних греков особый вид драмати …   Википедия

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • σατυρικός — (I) ή, ό / σατυρικός, ή, όν, ΝΑ [Σάτυρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε Σάτυρο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σατυρικό δράμα 3. φρ. «σατυρικό δράμα» το τέταρτο και τελευταίο κατά σειρά δράμα, μετά από τις τρεις τραγωδίες, με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Καπέλλας Μαρτιανός — (5ος αι. μ.Χ.). Λατίνος συγγραφέας και φιλόσοφος. Έγραψε το έργο Σατυρικόν, που αποτελούσε συγκέντρωση των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων της εποχής του και απαρτιζόταν από 9 βιβλία …   Dictionary of Greek

  • Μένιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κυνικός φιλόσοφος (3ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τα Γάδαρα της Παλαιστίνης (το σημερινό Ουμ Κάις της Ιορδανίας) και ήταν γνωστός ως ο ιδρυτής ενός νέου φιλολογικού είδους, της μενίππειας σάτιρας. Το έργο του βρήκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”